Skip to main content
Σελίδα 1 από 1
ESQUIRE
ΘΥΡΕΟΕΙΔΕΚΤΟΜΗ ΚΑΙ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΑ ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΥΣ

Πότε η θυρεοειδεκτομή δεν είναι επαρκής για την ίαση της νόσου;

ΤΟ ΚΑΚΟΗΘΕΣ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑ (καρκίνος) θυρεοειδούς είναι η συχνότερη μορφή κακοήθειας των ενδοκρινών αδένων και ένας από τους ταχύτερα αυξανόμενους σε συχνότητα καρκίνους στον κόσμο, οδηγώντας έναν ασθενή σε υποχρεωτική ολική αφαίρεση του θυρεοειδούς αδένα.

«Η συχνότερη μορφή κακοήθους νεοπλάσματος θυρεοειδούς είναι το θηλώδες καρκίνωμα», λέει ο χειρουργός ενδοκρινών αδένων κ. Χρίστος Χριστοφορίδης και εξηγεί: «Στη συντριπτική πλειοψηφία των όγκων αυτών υπάρχει μία αργή εξέλιξη της νόσου και άριστη πρόγνωση, εφόσον εφαρμοστεί η απαιτούμενη χειρουργική θεραπεία. Αλλά συχνά, τη στιγμή της διάγνωσης, το θηλώδες καρκίνωμα (όπως και το μυελοειδές) έχει δώσει μεταστάσεις ή μικρομεταστάσεις στους λεμφαδένες γύρω από το θυρεοειδή αδένα. Αποτέλεσμα αυτού είναι η ολική θυρεοειδεκτομή να μην είναι επαρκής για την οριστική θεραπεία, αλλά να πρέπει να συνοδευτεί από αφαίρεση και των λεμφαδένων της περιοχής».

Τα βήματα για την οριστική θεραπεία και ίαση: Ο ασθενής, συνήθως, παραπέμπεται από τον ενδοκρινολόγο του σε έμπειρο ή εξειδικευμένο

στις επεμβάσεις θυρεοειδούς χειρουργό, ο οποίος οφείλει να εξηγήσει λεπτομερώς τη φύση του προβλήματος και να προτείνει την ενδεδειγμένη σε κάθε περίπτωση θεραπεία. «Η έκταση της επέμβασης εξαρτάται βεβαίως και από την απεικόνιση των λεμφαδένων της περιοχής από έμπειρο και εξειδικευμένο ακτινολόγο, η οποία καθορίζει αν απαιτείται ολική θυρεοειδεκτομή ή ολική θυρεοειδεκτομή και λεμφαδενικός καθαρισμός, για την οριστική λύση στο πρόβλημα», τονίζει ο Κ. Χριστοφορίδης και προσθέτει: «Η κάκωση των παλίνδομων λαρυγγικών νεύρων (υπεύθυνα για την ομιλία) ή των παραθυρεοειδών αδένων (υπεύθυνοι για τη ρύθμιση του ασβεστίου) είναι οι δύο ειδικές επιπλοκές που μπορεί να συμβούν σε μια θυρεοειδεκτομή.

H εμπειρία και εξειδίκευση του χειρουργού, γνωρίζοντας άριστα την ανατομία της περιοχής, καθώς και η χρήση της τεχνολογίας (νευροδιέγερση/νευροπαρακολούθηση) ελαχιστοποιούν την πιθανότητα αυτές να συμβούν. Μετεγχειρητικά, ο ασθενής παραπέμπεται στον ενδοκρινολόγο, ο οποίος θα καθορίσει την ανάγκη συμπληρωματικής θεραπείας -με ραδιενεργό ιώδιο- και θα αναλάβει την παρακολούθησή του».