Skip to main content

Ο καρκίνος του

θυρεοειδούς αδένα

Ο καρκίνος του θυρεοειδούς αδένα είναι μία πάθηση και ταυτόχρονα διάγνωση που τίθεται ολοένα και συχνότερα στις μέρες μας. Παρά την αύξηση στη συχνότητα εμφάνισης, ο καρκίνος θυρεοειδούς, παραμένει μία πάθηση η οποία στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων θεωρείται ιάσιμη, εφόσον διαγνωστεί και αντιμετωπιστεί επαρκώς έγκαιρα.

Από τη δεκαετία του 1990 η επίπτωση του καρκίνου θυρεοειδούς αυξάνει. Στις Η.Π.Α, για παράδειγμα, θεωρείται ο πλέον ταχέως αυξανόμενος σε επίπτωση καρκίνος στη χώρα, εξακολουθώντας όμως να αποτελεί το λιγότερο θανατηφόρο καρκίνο στον άνθρωπο.

Οι εκτιμήσεις

για το 2021

Οι εκτιμήσεις για το 2021 στις Η.Π.Α. αναφέρουν 44.280 νέα περιστατικά καρκίνου θυρεοειδούς και 2.200 θανάτους από τη νόσο. Υπάρχει υπεροχή στην εμφάνιση στις γυναίκες με την αναλογία να βρίσκεται περίπου στο 3:1 και αποτελεί την 5η σε συχνότητα κακοήθεια στις γυναίκες στις Η.Π.Α και την 7η στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Η συχνότητα του

Η συχνότητα του σύμφωνα με έρευνεςστις Η.Π.Α τριπλασιάστηκε, από το 4,8 περιστατικά/100.000 πληθυσμού σε 14,9 περιστατικά/ 100.000 πληθυσμού, με την θνητότητα να παραμένει σταθερά χαμηλή, κοντά στο 0,5 θάνατοι/ 100.000 πληθυσμούεξακολουθώντας όμως να αποτελεί το λιγότερο θανατηφόρο καρκίνο στον άνθρωπο.

Η συχνότητα του

Η συχνότητα του σύμφωνα με έρευνεςστις Η.Π.Α τριπλασιάστηκε, από το 4,8 περιστατικά/100.000 πληθυσμού σε 14,9 περιστατικά/ 100.000 πληθυσμού, με την θνητότητα να παραμένει σταθερά χαμηλή, κοντά στο 0,5 θάνατοι/ 100.000 πληθυσμούεξακολουθώντας όμως να αποτελεί το λιγότερο θανατηφόρο καρκίνο στον άνθρωπο.

Η διάγνωση

Η διάγνωση προεγχειρητικά του καρκίνου θυρεοειδούς γίνεται μετά από παρακέντηση κάποιου ύποπτου όζου δια λεπτής βελόνης (FNA). Η παρακέντηση θυρεοειδικού όζου στα χέρια ενός έμπειρου ακτινολόγου είναι μια απλή και γρήγορη διαγνωστική μέθοδος, που στην ουσία είναι μια «βιοψία» κυττάρων, αφού δεν λαμβάνεται ιστός.

ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ ΥΠΑΡΞΗΣ ΚΑΚΟΗΘΕΙΑΣ
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ VI

97-99%

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ V

60-75%

Το αποτέλεσμα της παρακέντησης χωρίζεται σε 6 κατηγορίες

και ανάλογα με τα ευρήματα, εκφράζονται σε ποσοστό πιθανότητας για κακοήθεια. Η κατηγορία VI αντιστοιχεί σε σχεδόν βέβαιη διάγνωση κακοήθειας (97-99%), η κατηγορία V σε σημαντικά πιθανή κακοήθεια (60-75%) ενώ τα ποσοστά βαίνουν μειούμενα όσο προχωράμε στη κατηγορία I. Αξίζει να σημειωθεί ότι μια αρνητική για κακοήθεια παρακέντηση δεν αποκλείει την πιθανότητα ύπαρξης κακοήθειας, ειδικά σε περιπτώσεις μεγάλων αδένων ή πολλαπλών όζων. Σημαντικό ρόλο στο αποτέλεσμα βεβαίως έχει η εμπειρία του ακτινολόγου που διενεργεί την παρακέντηση.

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΡΚΙΝΟΥ ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΥΣ
Διαφοροποιημένο καρκίνωμα

Οι καλής διαφοροποίησης όγκοι αφορούν την συντριπτική πλειοψηφία των θυρεοειδικών καρκίνων (>90%)

Αδιαφοροποίητο ή αναπλαστικό καρκίνωμα

Τα αδιαφοροποίητα καρκινώματα είναι αρκετά σπάνιοι όγκοι (< 1%)

Μυελοειδές
καρκίνωμα

Το μυελοειδές καρκίνωμα αφορά περίπου το 5-7% των κακοηθειών του θυρεοειδούς αδένα

Το διαφοροποιημένο καρκίνωμα(θυλακικά κύτταρα) διαχωρίζεται περαιτέρω σε καλής διαφοροποίησης, φτωχής διαφοροποίησης και αδιαφοροποίητα καρκινώματα.

Οι καλής διαφοροποίησης όγκοι αφορούν την συντριπτική πλειοψηφία των θυρεοειδικών καρκίνων (>90%), και περιλαμβάνουν το θηλώδες καρκίνωμα και το θυλακιώδες καρκίνωμα.

To θηλώδες καρκίνωμα αποτελεί τη συχνότερη κακοήθεια των ενδοκρινών αδένων και μία από τις πλέον ταχέως αυξανόμενες κακοήθειες παγκοσμίως. Αποτελεί την κύρια κατηγορία ( >90%) του καλώς διαφοροποιημένου καρκίνου θυρεοειδούς και η πρόγνωση του παραμένει εξαιρετική, με ποσοστά 10ετούς επιβίωσης > 90%. Το θηλώδες καρκίνωμα εμφανίζει αρκετούς διαφορετικούς ιστολογικού υποτύπους, κάποιοι από τους οποίους εμφανίζουν επιθετικότερη συμπεριφορά. Ένα από τα χαρακτηριστικά του θηλώδους καρκινώματος είναι η συχνή παρουσία (50 έως και 70% σύμφωνα με τη βιβλιογραφία) μεταστάσεων σε επιχώριους λεμφαδένες την ώρα της διάγνωσης.

Η κλινική σημασία των λεμφαδενικών αυτών μεταστάσεων είναι αντικείμενο συζήτησης και αντιπαράθεσης διεθνώς μέχρι τις μέρες μας. Τέλος ένα ακόμα από τα χαρακτηριστικά του θηλώδους καρκινώματος θυρεοειδούς αδένα είναι το γεγονός ότι παρά την συνήθως εξαιρετική πορεία και πρόγνωση, τα ποσοστά υποτροπής (με τη μορφή λεμφαδενικών μεταστάσεων) αγγίζουν ή ξεπερνούν, σύμφωνα με τη βιβλιογραφία το 30% των ασθενών. Ως παράγοντες κινδύνου έχουν ενοχοποιηθεί η έκθεση σε ακτινοβολία, το οικογενειακό ιστορικό και εσχάτως η χρόνια αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα Hashimoto.

Όσον αφορά το θυλακιώδες καρκίνωμα, αυτό έχει ίδια προέλευση με το θηλώδες καρκίνωμα, είναι αρκετά πιο σπάνιο (<10%, αρκετές βιβλιογραφικές αναφορές το δείχνουν ακόμα σπανιότερο, < 5%) και έχει διαφορετική βιολογική συμπεριφορά. Το θυλακιώδες καρκίνωμα σπάνια, σε αντίθεση με το θηλώδες δίνει λεμφαδενικές μεταστάσεις, ενώ αντίθετα έχει την τάση να μεθίσταται αιματογενώς κυρίως σε οστά και πνεύμονες.

Τα αδιαφοροποίητα (αναπλαστικά) καρκινώματα, αν και παρουσιάζουν πολύ πιο επιθετική συμπεριφορά, είναι αρκετά σπάνιοι όγκοι (< 1%).

Τα αναπλαστικά ή αδιαφοροποίητα καρκινώματα αποτελούν ευτυχώς εξαιρετικά σπάνιους όγκους (< 1%), έχουν εξαιρετικά επιθετική συμπεριφορά, με πολύ φτωχή πρόγνωση και χαμηλά ποσοστά επιβίωσης. Κατατάσσονται ως οι επιθετικότερες μορφές καρκίνου στον άνθρωπο μαζί με το κακόηθες μελάνωμα.

Το μυελοειδές καρκίνωμα αφορά περίπου το 5-7% των κακοηθειών του θυρεοειδούς αδένα, έχει διαφορετική προέλευση από τα διαφοροποιημένα καρκινώματα, σε ποσοστό 25% περίπου σχετίζεται με κληρονομικά γενετικά σύνδρομα και η χειρουργική θεραπεία είναι η μοναδική επιλογή που μπορεί να λύσει το πρόβλημα.

Αποτελεί ένα σχετικά σπάνιο αλλά λίαν επιθετικό θυρεοειδικό καρκίνο, με διαφορετική προέλευση και βιολογική συμπεριφορά από τους διαφοροποιημένους καρκίνους θυρεοειδούς αδένα. Προέρχεται από τα παραθυλακικά κύτταρα (C-κύτταρα) και εκκρίνει την καλσιτονίνη, μία ορμόνη η οποία αποτελεί ειδικό βιολογικό δείκτη για το μυελοειδές καρκίνωμα, τόσο για τη διάγνωση, όσο για τη θεραπεία αλλά και για την πρόγνωση της νόσου.

Το μυελοειδές καρκίνωμα μπορεί να είναι σποραδικό σε ποσοστό 75% ή να ανήκει σε κάποιο οικογενές, κληρονομικό σύνδρομο σε ποσοστό 25%.

Στη δεύτερη περίπτωση μπορεί να συνοδεύεται και από άλλους όγκους των ενδοκρινών αδένων, όπως π.χ. το φαιοχρωμοκύττωμα των επινεφριδίων ή το αδένωμα παραθυρεοειδούς αδένα.

Επί ύπαρξης κληρονομικού συνδρόμου οφείλει να γίνει πλήρης διερεύνηση πριν οποιαδήποτε χειρουργική επέμβαση για την ύπαρξη φαιοχρωμοκυττώματος, η επέμβαση για το οποίο πρέπει να προηγείται. Ασθενείς με διάγνωση μυελοειδούς καρκινώματος οφείλουν να υποβάλλονται σε γονιδιακό έλεγχο για το ενδεχόμενο η φαινομενικά σποραδική πάθηση να ανήκει στα πλαίσια κάποιου κληρονομικού συνδρόμου. Επί θετικού ελέγχου, οι στενοί συγγενείς αυτών οφείλουν να ελεγχθούν και να παρακολουθούνται στη συνέχεια.

Είναι πιο επιθετικός όγκος από τους διαφοροποιημένους καρκίνους, με το 30% περίπου των ασθενών να εμφανίζουν εξωθυρεοειδική επέκταση (μεταστάσεις) της νόσου τη στιγμή της διάγνωσης. Δεν έχουν ενοχοποιηθεί έως σήμερα περιβαλλοντικοί παράγοντες για την εμφάνιση της νόσου, ενώ για τις οικογενείς περιπτώσεις η μετάλλαξη σε αρκετά ογκογονίδια, (π.χ. RET) αποτελεί την κύρια αιτία της νόσου.

Η ΛΥΣΗ

Σε όλες τις κατηγορίες θυρεοειδικού καρκίνου, με εξαίρεση το αναπλαστικό καρκίνωμα, η επαρκής και στοχευμένη χειρουργική επέμβαση δίνει τη λύση με εξαιρετική πρόγνωση στην πλειοψηφία των περιπτώσεων.

Ο συχνότερος τύπος καλώς διαφοροποιημένου καρκίνου θυρεοειδούς, το θηλώδες καρκίνωμα, εμφανίζει από τα υψηλότερα ποσοστά δεκαετούς επιβίωσης που αγγίζουν το 95-99%, εφόσον η αρχική χειρουργική θεραπεία είναι επαρκής.

Η χειρουργική θεραπεία του καλώς διαφοροποιημένου καρκίνου είναι η ολική θυρεοειδεκτομή με ή χωρίς κεντρικό λεμφαδενικό καθαρισμό. Εφόσον κριθεί απαραίτητο, η συμπληρωματική θεραπεία μετεγχειρητικά είναι με χορήγηση ραδιενεργού ιωδίου.

Στο μυελοειδές καρκίνωμα η ελάχιστα απαιτούμενη και αποδεκτή αρχική επέμβαση είναι η ολική θυρεοειδεκτομή με κεντρικό τραχηλικό λεμφαδενικό καθαρισμό, ενώ η χορήγηση ραδιενεργού ιωδίου δεν έχει καμία θέση στη θεραπεία του μυελοειδούς καρκινώματος. Σημαντικό ρόλο στην απόφαση για την έκταση της επέμβασης στην περίπτωση του μυελοειδούς καρκινώματος είναι η τιμή της Καλσιτονίνης, που αποτελεί ειδικό βιολογικό δείκτη για αυτό τον τύπο καρκίνου.

Τέλος στα αδιαφοροποίητα ή αναπλαστικά καρκινώματα η χειρουργική επέμβαση έχει μόνο παρηγορικό χαρακτήρα, καθώς ελάχιστοι ασθενείς επιβιώνουν πέραν των δώδεκα μηνών από τη διάγνωση.