Ο πρωτοπαθής
υπερπαραθυρεοειδισμός
Ο πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός οφείλεται στην υπερέκκριση παραθορμόνης από κάποιο ή κάποιους παραθυρεοειδείς αδένες με αποτέλεσμα τη διαταραχή της συγκέντρωσης του ασβεστίου και του φωσφόρου. Οι ασθενείς συνηθέστερα έχουν αυξημένη τιμή παραθορμόνης και ασβεστίου στο αίμα τους και χαμηλή τιμή φωσφόρου.Η επίπτωση (συχνότητα) της νόσου ποικίλει σύμφωνα με τη βιβλιογραφία και εκτιμάται γύρω στο 0,5 – 1%, ποσοστό που αυξάνει όσο αυξάνει η ηλικία.
Η ευρεία χρήση αιματολογικών και βιοχημικών εξετάσεων από την δεκαετία του ’70 και η ευρεία χρήση της μέτρησης οστικής πυκνότητας (έλεγχος οστεοπόρωσης) είχαν αποτέλεσμα την αύξηση της συχνότητας τις δύο αντίστοιχες περιόδους. Η νόσος μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία, με την πλειοψηφία των περιπτώσεων να αφορούν ασθενείς ηλικίας > 55-60 ετών, ενώ και εδώ η συχνότητα στις γυναίκες είναι διπλάσια απ’ ότι στους άνδρες.
Η νόσος στη μεγάλη της πλειοψηφία (> 90%) εμφανίζεται σποραδικά, ενώ σε πολύ μικρότερο ποσοστό (< 10%) μπορεί να εμφανιστεί και στα πλαίσια σπάνιων συνδρόμων, όπως της Πολλαπλής Ενδοκρινικής Νεοπλασίας (MEN Syndrome).
Στις μέρες μας, συνηθέστερα, ανακαλύπτεται τυχαία σε κάποιον βιοχημικό έλεγχο ρουτίνας, όπου μια αυξημένη τιμή ασβεστίου ή/και παραθορμόνης αίματος θέτουν την υποψία και δίνουν την αφορμή για διερεύνηση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχουν και σπανιότερες μορφές της νόσου όπου η τιμή του ασβεστίου αίματος είναι φυσιολογική (normocalcemic).
Η κλινική εικόνα του παρελθόντος με έντονα οστικά άλγη (πόνο) ή παθολογικά κατάγματα, νεφρολιθίαση, έντονα κοιλιακά άλγη και έντονες ψυχικές διαταραχές (“bones, stones, abdominal moans and psychic groans”) δεν συναντάται τόσο συχνά στις μέρες μας. Οι ασθενείς προσέρχονται ολοένα και συχνότερα με ήπια ή και απούσα συμπτωματολογία. Οι ασθενείς σήμερα μπορεί να αναφέρουν οστικά ή μυϊκά άλγη, εύκολη κόπωση, επεισόδια κωλικού νεφρού/ουρητήρων, δυσκοιλιότητα και επηρεασμένη ψυχική κατάσταση (από απλή αϋπνία ή αγχώδη συνδρομή έως κατάθλιψη και βαριά ψύχωση).
Η αιτία του πρωτοπαθούς υπερπαραθυρεοειδισμού είναι η υπερλειτουργία κάποιου ή κάποιον παραθυρεοειδών αδένων. Συχνότερα (>90%) αυτό οφείλεται σε μονήρες αδένωμα(ένας παραθυρεοειδής αδένας με πρόβλημα), σπανιότερα (5-10%) σε νόσο πολλαπλών αδένων (διπλό αδένωμα ή παθολογικά διάχυτη υπερπλασία όλων των αδένων) και εξαιρετικά σπάνια (<1%) σε καρκίνο παραθυρεοειδούς.
Όπως γίνεται αντιληπτό είναι θεμελιώδους σημασίας ο εντοπισμός του ή των παθολογικών παραθυρεοειδών αδένων εφόσον η διάγνωση έχει τεθεί. Οι συχνότερα χρησιμοποιούμενες απεικονιστικές εξετάσεις που απαιτούνται είναι το σπινθηρογράφημα παραθυρεοειδών και το υπερηχογράφημα τραχήλου, ενώ σπανιότερα και ειδικότερα σε περιπτώσεις έκτοπων αδένων ή επανεπεμβάσεων, η αξονική καθώς και η μαγνητική τομογραφία μπορεί να αποδειχθούν χρήσιμες.