Ταχεία βιοψία
ορίζεται ως
Ταχεία βιοψία ορίζεται ως η λήψη ιστού διεγχειρητικά και η αδρή παθολογοανατομική εξέταση του προς επιβεβαίωση ή αποκλεισμό συνήθως κακοήθειας, αλλά και ως ταυτοποίησης ιστού που δεν είναι μακροσκοπικά αναγνωρίσιμος από τον χειρουργό.
Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται ευρέως και για πολλές δεκαετίες στη γενική χειρουργική και βρίσκει εφαρμογή και στη χειρουργική του θυρεοειδούς και παραθυρεοειδών αδένων.
Στη χειρουργική του θυρεοειδούς η μέθοδος εφαρμόζεται κυρίως στην περίπτωση του προφυλακτικού κεντρικού λεμφαδενικού καθαρισμού.
Διαδικασία
Ο χειρουργός που διενεργεί προφυλακτικό λεμφαδενικό καθαρισμό, αφαιρεί και στέλνει για ταχεία βιοψία κυτταρολιπώδη ιστό και λεμφαδένες από το κεντρικό τραχηλικό διαμέρισμα (σύστοιχα με τον καρκίνο). Αν το αποτέλεσμα αυτής δεν αναδείξει μεταστατικά διηθημένους λεμφαδένες ή ο αριθμός αυτών είναι μικρός σε σχέση με το υλικό που αφαιρέθηκε, τότε ο χειρουργός δεν προχωρά σε πιο εκτεταμένο, συστηματικό λεμφαδενικό καθαρισμό.
Πλεονεκτήματα
Με τον τρόπο αυτό έχουμε δύο πλεονεκτήματα, πρώτον, έχουμε σταδιοποίηση της νόσου αφού έχουν αφαιρεθεί και οι λεμφαδένες της περιοχής και δεύτερο, αποφεύγουμε τον αχρείαστο πιο εκτεταμένο λεμφαδενικό καθαρισμό που πιθανότατα θα επηρεάσει την αιμάτωση των παραθυρεοειδών αδένων και θα αυξήσει τα ποσοστά μετεγχειρητικής υπασβεστιαιμίας.
Πρώτο πλεονέκτημα
Σταδιοποίηση της νόσου
Δεύτερο πλεονέκτημα
Αποφυγή πιο εκτεταμένου λεμφαδενικού καθαρισμού
Στη χειρουργικών των παραθυρεοειδών αδένων η μέθοδος εφαρμόζεται κυρίως στην περίπτωση της μη εντοπισμένης νόσου ή σε ασθενείς με διάχυτη υπερπλασία.
Αρκετοί χειρουργοί εφαρμόζουν τη μέθοδο ακόμη και στην εντοπισμένη νόσο για αποκλεισμό πιθανής κακοήθειας ή λανθασμένης εντόπισης που σημαίνει ανάγκη για περαιτέρω διερεύνηση. Ο χειρουργός αφαιρεί τον παθολογικό ή ύποπτο παραθυρεοειδή αδένα ή ύποπτο μόρφωμα και οι παθολογοανατόμοι είναι σε θέση να του απαντήσουν αν πρόκειται για παραθυρεοειδή αδένα ή θυρεοειδικό όζο ή λεμφαδένα.
Ακόμα μπορούν να επιβεβαιώσουν τη διάγνωση ενός παθολογικού παραθυρεοειδούς – αδενώματος ή υπερπλασίας – αν και κάποιες φορές αυτό είναι εφικτό μόνο στην τελική ιστολογική εξέταση.